- έλμινθα
- η(ζωολ.), σκουλήκι που ζει παρασιτικά στα έντερα ανθρώπων και ζώων, λεβίδα, λέβιθος, όρμιγκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἕλμινθα — ἕλμινς worm fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελμινθοειδής — ές όμοιος με έλμινθα, με σκουλήκι … Dictionary of Greek
ελμινθώδης — ες (Α ἑλμινθώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλμινθα 2. ο γεμάτος έλμίνθες … Dictionary of Greek
κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη … Dictionary of Greek
λεβίθα — Νησίδα (υψόμ. 10 μ., 8 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Η νησίδα απέχει 19 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο, ενώ ο ομώνυμος οικισμός βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * και λεβίθρα, η (Μ… … Dictionary of Greek